Εθνικισμός και καπιταλισμός: Cyprus delights και άλλες (εθνικές) φαντασιώσεις


13 Jun 2016, 1:19 p.m. kifinescom

Σήμερα, είναι λίγο πολύ αυτονόητο ότι ο καθένας από εμάς είναι μέλος ενός έθνους και πολίτης ενός κράτους, του οποίου ο πληθυσμός έχει σχετική ομοιογένεια.

Σε αυτό συμβάλλουν και ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν καθημερινά την ύπαρξή του έθνους-κράτους πάρα πολλοί παράγοντες, από αφηρημένα σύμβολα μέχρι χειροπιαστά αντικείμενα: από την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου ως το χαλλούμι, από τη σημαία (ποιά απ’ όλες, στην περίπτωσή μας;) ως τον εθνικό ύμνο, από τον κυπριακό (sic) καφέ ως τα λουκκούμια Γεροσκήπου (τα λεγόμενα και Cyprus delights), από τα μνημεία στους δρόμους μέχρι τις σημαίες σε κάθε σχολείο και δημόσιο κτίριο, από τις σχολικές γιορτές και τις παρελάσεις για την 28η Οκτωβρίου μέχρι τις σιεφταλιές και τις παφίτικες πίττες, από τους γεωπολιτικούς χάρτες μέχρι τα διαβατήρια.

Όλα αυτά και πολλά άλλα «αμιγώς κυπριακά» (ή ελληνικά ή οτιδήποτε άλλο) πράγματα, μας κάνουν αυτό που είμαστε εθνικά, μας κάνουν να ταυτιζόμαστε με ένα (ή δύο, ανάλογα με την περίσταση) έθνος/η και ένα (μόνο ένα) κράτος. Πού έγκειται όμως η ομοιογένεια; Μην είν’ η γλώσσα, η θρησκεία, ο πολιτισμός; μην’ είν’ οι κάμποι και τα ψηλά βουνά (ο «εθνικός» μας χώρος);

Από τι «φτιάχνεται» το έθνος;

Το τελευταίο, δηλαδή η ομοιογένεια μέσα από επίκληση στον εθνικό χώρο, δε θα μπορούσε να εξηγήσει την ύπαρξη μειονοτήτων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις αρνούνται ότι είναι τμήμα του «έθνους» της πλειονότητας των πολιτών ενός κράτους. Επίσης δεν θα μπορούσε να εξηγήσει σφαγές και «εθνοκαθάρσεις». Το ίδιο ισχύει και για τη γλώσσα. Ας θυμηθούμε τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου ομόγλωσσοι πληθυσμοί, υποστήριξαν με (ομολογουμένως τεράστιο) σθένος τρεις διαφορετικούς εθνικισμούς (Σέρβοι, Βόσνιοι και Κροάτες). Μάλιστα, τελευταία, επινοούν και διαφορές στη γλώσσα, επαναφέροντας λέξεις από ντοπιολαλιές, έτσι ώστε να τις «εθνικοποιήσουν» και μιλάμε πια για σερβικά, σερβοκροατικά κοκ. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι όλα αυτά έγιναν για τη θρησκεία. Όμως και πάλι υπάρχουν παραδείγματα εθνών-κρατών όπου οι πολίτες ασπάζονται εντελώς διαφορετικές θρησκείες, διατηρώντας παρ’ όλα αυτά μια πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση εθνικής ταυτότητας, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Κίνα και άλλα.

Όσον αφορά τον πολιτισμό, δηλαδή τον τρόπο ζωής, το φαγητό, τα ρούχα, την αρχιτεκτονική και ουσιαστικά οτιδήποτε άλλο μπορεί να παράγει μια κοινωνία, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πολύ μεγαλύτερες πολιτισμικές διαφορές μεταξύ πλουσίων και φτωχών στο ίδιο έθνος-κράτος, παρά μεταξύ ανθρώπων που ζουν σε γειτονικά κράτη, αλλά ανήκουν στην ίδια τάξη. Οι παραδοσιακές στολές για παράδειγμα είναι σε μεγάλο βαθμό επινοημένες. Το φόρεμα που θεωρείται «παραδοσιακή» εθνική ελληνική φορεσιά, είναι αυτό που επινόησε η Δούκισσα Αμαλία – Μαρία – Φρειδερίκη, του Ολδεμβούργου», που μας είναι πιο γνωστή ως «Αμαλία, (1η) Βασίλισσα της Ελλάδος». Διαβάζουμε στη Wikipedia: «Όταν έφθασε στην Ελλάδα ως σύζυγος του βασιλιά το 1837, άσκησε άμεση επίδραση στην κοινωνική ζωή και τη μόδα. Κατάλαβε από νωρίς ότι η ενδυμασία της οφείλει να μιμηθεί αυτή των νέων υπηκόων της, και έτσι δημιούργησε ένα ρομαντικό αυλικό ένδυμα, το οποίο έγινε το εθνικό γυναικείο ένδυμα, γνωστό ως Αμαλία». Το ίδιο ισχύει σε πολλές περιπτώσεις για το φαγητό (βλ. Cyprus delights, κυπριακός καφές).

Πρόσφατο φαινόμενο

Το έθνος, λοιπόν, «κατασκευάζεται» κατά περίπτωση: Αλλού με επίκληση στην κοινή γλώσσα, αλλού στη θρησκεία, αλλού στον πολιτισμό, αλλού σε όλα μαζί. Αλλά γιατί κατασκευάζεται και από ποιόν; Έχει να κάνει με την ανθρώπινη φύση; Απαντά σε κάποια ψυχολογική ανάγκη των ανθρώπων να ταυτίζονται σώνει και ντε με κάτι ευρύτερο; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μόνο ιστορικά μπορεί να δοθεί. Η ιστορία μας δείχνει περίτρανα ότι το έθνος-κράτος όπως το ξέρουμε σήμερα είναι σχετικά νέο φαινόμενο. Οι περισσότεροι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες τοποθετούν χρονικά την εμφάνισή του στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, στην οποία τοποθετούν και την εμφάνιση του σύγχρονου καπιταλισμού. Πριν από την εμφάνιση του καπιταλισμού οι κοινωνίες ήταν μεν οργανωμένες σε κράτη, αλλά όπως σημειώνει ο Κρις Χάρμαν, «αυτού του τύπου το κράτος ήταν “εξωτερικό” για τις περισσότερες δραστηριότητες της μεγάλης μάζας του πληθυσμού» και τους άγγιζε μόνο μέσω της φορολογίας κτλ, μέσα από τοπικούς άρχοντες οι οποίοι όφειλαν μια χαλαρή και εύθραυστη υπακοή σε κάποιον μακρινό κρατικό μηχανισμό. «Οι υπήκοοι αυτού του κράτους πίστευαν οτιδήποτε άλλο για τον εαυτό τους, εκτός από το ότι αποτελούν πολίτες, που μιλούν μια κοινή γλώσσα ή που οφείλουν μια κοινή υποταγή σε μια κοινή γεωγραφική οντότητα».

Η ιδεολογία του εθνικισμού προϋποθέτει ότι η εθνική και η πολιτική ενότητα συμπίπτουν, δηλαδή το κράτος (πολιτική ενότητα) να περιλαμβάνει ένα έθνος. Για να επιτευχθεί, όμως, κάτι τέτοιο, θα πρέπει να καλλιεργηθεί μια κοινή εθνική συνείδηση σε όλους τους δυνάμει πολίτες αυτού του έθνους-κράτους. Η Γαλλική Επανάσταση θεμελίωσε την σύγχρονη πολιτική έκφραση του εθνικισμού. Για τους Γάλλους επαναστάτες, η Γαλλική Δημοκρατία ήταν μια και αδιαίρετη. Οι παλιές διοικητικές διαιρέσεις ξεριζώθηκαν βίαια, επέβαλαν την υποχρεωτική στράτευση για όλους τους νέους υπηκόους και, κυρίως, εγκαθίδρυσαν ένα ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο και χρησιμοποίησαν για να προπαγανδίσουν μια μόνο γλώσσα, ούτως ώστε να εκλείψουν οι περιφερειακές διάλεκτοι της Νότιας Γαλλίας, η γλώσσα των Βρετόνων της δύσης και των Γερμανόφωνων των βορείων συνόρων. Η υποχρεωτική εκπαίδευση, λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό επινόησε και τυποποίησε τις εθνικές γλώσσες, προσφέροντας έτσι απλόχερα μια αφορμή για τον διαχωρισμό των εθνών.

Εθνικισμός και καπιταλισμός

Ιστορικά, οι κύριοι υποστηρικτές του εθνικισμού υπήρξαν μέλη της αστικής τάξης, δηλαδή επιχειρηματίες και έμποροι και οι διανοούμενοί εκφραστές της αστικής τάξης. Και αυτό γιατί το έθνος-κράτος παρέχει το πλέον ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη και επέκταση του καπιταλισμού. Για παράδειγμα η συνταγματική και αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση συνέβαλε στη θεσμοθέτηση και νομιμοποίηση του οικονομικού μοντέλου της ελεύθερης αγοράς, μέσω του καθορισμού των χρήσεων γης και της προστασίας των δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία (1). Επίσης, πολλές φορές ο εθνικισμός επιστρατεύεται στην υπηρεσία επεκτατικών πολέμων που ανοίγουν νέες αγορές για το κεφάλαιο.

Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, ο Λένιν γράφει: «Σ’ όλο τον κόσμο η εποχή της οριστικής νίκης του καπιταλισμού ενάντια στη φεουδαρχία ήταν συνδεμένη με εθνικά κινήματα. Η οικονομική βάση αυτών των κινημάτων συνίσταται στο ότι, για την πλήρη νίκη της εμπορευματικής παραγωγής, είναι ανάγκη να κατακτήσει η αστική τάξη την εσωτερική αγορά, είναι ανάγκη να ενωθούν σε κράτος τα εδάφη που ο πληθυσμός τους μιλάει την ίδια γλώσσα, παραμερίζοντας κάθε εμπόδιο για την ανάπτυξη αυτής της γλώσσας και την καθιέρωσή της στη φιλολογία. Η γλώσσα είναι σπουδαιότατο μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Η ενότητα της γλώσσας και η ανεμπόδιστη ανάπτυξή της είναι ένας από τους σπουδαιότερους όρους της πραγματικά ελεύθερης και πλατιάς, ανάλογης με το σύγχρονο καπιταλισμό, εμπορικής κυκλοφορίας, της ελεύθερης και πλατιάς συγκρότησης του πληθυσμού σε κάθε μια τάξη χωριστά, τέλος είναι ο όρος της στενής σύνδεσης της αγοράς με τον κάθε νοικοκύρη ή μικρονοικοκύρη, πωλητή ή αγοραστή. Γι’ αυτό, η τάση (η επιδίωξη) κάθε εθνικού κινήματος είναι ο σχηματισμός εθνικών κρατών, που ικανοποιούν καλύτερα αυτές τις απαιτήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Προς το σχηματισμό αυτό σπρώχνουν οι πιο βαθιοί οικονομικοί παράγοντες και, για το λόγο αυτό, για όλη τη Δυτική Ευρώπη -κάτι παραπάνω: για όλο τον πολιτισμένο κόσμο- χαρακτηριστικό φυσιολογικό φαινόμενο για την κεφαλαιοκρατική περίοδο είναι τα εθνικά κράτη».

Ακόμη, ο εθνικισμός παρέχει μια «συγκολλητική ουσία» που παραβλέπει τις ταξικές και κοινωνικές διαφορές και εστιάζει στο κοινό έθνος, την κοινή εθνική ταυτότητα, μια έννοια πολύ αφηρημένη και αόριστη. Με την άνοδο των εθνικισμών στην Ευρώπη έγιναν ευνοϊκές μεταρρυθμίσεις για τους εργάτες και τους αγρότες. Από την άλλη, οι πολίτες των νέων εθνών-κρατών, απέκτησαν και πολλές υποχρεώσεις που ήταν διανεμημένες άνισα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, όπως ακριβώς και ο πλούτος. Η «συγκολλητική ουσία» όμως λειτουργεί αποτρεπτικά σε επαναστάσεις και ανατροπές παρόλο που το έθνος-κράτος σαν μορφή κοινωνικής οργάνωσης προωθεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης και υπονομεύει αυτά των εργατών και αγροτών. Ειδικά σε περιόδους γενικευμένων οικονομικών κρίσεων, όπου το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλούσιων μεγαλώνει, όπως σήμερα, η επίκληση στον εθνικισμό εντείνεται (2).

Για τον Γκράμσι, ο εθνικισμός «πετυχαίνει» σαν συγκολλητική ουσία μόνο όταν καταφέρει να ενσωματώσει στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού (όπως το φόρεμα της Αμαλίας, ο καφές και το λουκουμάκι) και όταν ιδιοποιηθεί το παρελθόν. Λέει λοιπόν ότι η άρχουσα τάξη γίνεται ηγεμονική σε μια κοινωνία, όταν καταφέρει να ενσωματώσει στοιχεία από τον πολιτισμό των «από κάτω», των εργατών και αγροτών και να τα μετασχηματίσει σε κάτι ενιαίο που είναι υπερ-ταξικό, επίσημο και «εθνικό» (3). Όσον αφορά την ιδιοποίηση του παρελθόντος, ένας «πετυχημένος» εθνικισμός πρέπει να ιδιοποιείται ένα (κατά προτίμηση «ένδοξο») παρελθόν. Έτσι, στα δικά μας δεδομένα, συνδέθηκε συνειδητά από εθνικιστές ιστορικούς (βλέπε Παπαρηγόπουλος) το Βυζάντιο με την αρχαία Ελλάδα, για να παραχθεί τελικά μια ιδιαίτερα βολική εθνική αφήγηση με συνέχεια στο χρόνο. Επίσης, μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες «εθνικοποιούνται», ακόμη κι αν δεν έβρισκαν την ιδέα ενός εθνικισμού ελκυστική, όπως για παράδειγμα ο επινοητής και υπέρμαχος μιας πανβαλκανικής ομοσπονδίας, Ρήγας Φεραίος.

Η διεθνιστική προοπτική

Γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς στο μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος: «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν». Ο εθνικισμός, δημιουργεί μια ψευδαίσθηση κοινού συμφέροντος μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών τάξεων. Έτσι, οι μετανάστες εργάτες καθίστανται «εχθροί» των ντόπιων εργατών, παρόλο που στον τρόπο ζωής τους μπορεί να έχουν πολύ περισσότερα κοινά μαζί μας απ’ ότι τα ντόπια αφεντικά που εκμεταλλεύονται όλους χωρίς διακρίσεις, είτε περισσότερο είτε λιγότερο. Και το κυριότερο, προφανώς και έχουμε κοινό συμφέρον με τους συναδέλφους μας εργαζόμενους από άλλες χώρες. Οι γείτονες καθίστανται επίσης «εχθροί» παρόλο που πίναμε μαζί τον κυπριακό/τούρκικο/ελληνικό/αλβανικό καφέ μέχρι πριν λίγα χρόνια και τρώγαμε παραδοσιακό λουκουμάκι.

Αφίσα από τον Μάη του ’68: «Εργάτες μετανάστες και Γάλλοι, όλοι ενωμένοι»

Ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιο σύστημα. Αυτό σήμερα είναι πιο προφανές από ποτέ. Η απάντηση των εργαζόμενων δεν πρέπει να είναι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, αφού αυτά εξυπηρετούν τη διαιώνιση αυτού του καταπιεστικού συστήματος, υπονομεύοντας τα συμφέροντα των καταπιεζόμενων και προωθώντας εκείνα των καταπιεστών. Η απάντησή μας πρέπει να είναι η διεθνιστική προοπτική, η σύνδεση κινημάτων από διαφορετικά κράτη και η σύνδεση των αγώνων μας με τους αγώνες των μεταναστών και των μειονοτήτων. Μόνο με παγκόσμιο συντονισμό, αλληλεγγύη και χωρίς προκαταλήψεις, στη βάση κοινών διεκδικήσεων και συμφερόντων, σε ταξική δηλαδή βάση, μπορούμε να νικήσουμε ένα παγκόσμιο σύστημα.

Πηγή: granazi.org

Διαβάστε όλα τα άρθρα από το Blog Πολιτική και Ακτιβισμός

Follow Kifines